αμφίκαυστις: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίκαυστις]], -εως, η (Α)<br /><b>1.</b> ώριμο [[στάχυ]] τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο [[ημίχλωρος]] [[καρπός]]), ψάνη<br /><b>2.</b> (στους Κωμ.) το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καῦστις]] «ώριμο [[κριθάρι]]», θ. του [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔκαυσα</i>, αόρ. του ρ. [[καίω]].
|mltxt=[[ἀμφίκαυστις]], -εως, η (Α)<br /><b>1.</b> ώριμο [[στάχυ]] τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο [[ημίχλωρος]] [[καρπός]]), ψάνη<br /><b>2.</b> (στους Κωμ.) το [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καῦστις]] «ώριμο [[κριθάρι]]», θ. του [[καύστης]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἔκαυσα</i>, αόρ. του ρ. [[καίω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφίκαυστις, -εως, η (Α)
1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη
2. (στους Κωμ.) το αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. του καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω.