αμπάρα: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ ἀμπάρα) (Ν και [[μπάρα]])<br /><b>1.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[μοχλός]], που τοποθετείται [[πίσω]] από [[θύρα]] από τη μια [[παραστάδα]] [[μέχρι]] την [[άλλη]] για να εμποδίσει το άνοιγμά της, [[σύρτης]], [[μάνταλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] χοντρό και μικρό σε [[μήκος]] [[ξύλο]] που μοιάζει με [[αμπάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Μ ἀμπάρα) (Ν και [[μπάρα]])<br /><b>1.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[μοχλός]], που τοποθετείται [[πίσω]] από [[θύρα]] από τη μια [[παραστάδα]] [[μέχρι]] την [[άλλη]] για να εμποδίσει το άνοιγμά της, [[σύρτης]], [[μάνταλο]]<br /><b>2.</b> [[κάθε]] χοντρό και μικρό σε [[μήκος]] [[ξύλο]] που μοιάζει με [[αμπάρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>barra</i> «μεταλλική [[ράβδος]]» με την ανάπτ. προθεμ. <i>ἀ</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀμπαρώνω</i> -<i>ώνομαι</i>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:38, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Μ ἀμπάρα) (Ν και μπάρα)
1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο
2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. barra «μεταλλική ράβδος» με την ανάπτ. προθεμ. ἀ-.
ΠΑΡ. ἀμπαρώνω -ώνομαι).