θυοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thyoskopia | |Transliteration C=thyoskopia | ||
|Beta Code=quoskopi/a | |Beta Code=quoskopi/a | ||
|Definition=ἡ,= <span class="sense"> | |Definition=ἡ,= <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[haruspicina]], used as etym. of [[Θοῦσκος]], Lyd.<span class="title">Mag.Prooem.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῡσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]]. | |mltxt=[[θυοσκοπία]], ἡ (Α) [[θυοσκόπος]]<br />(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του <i>Θοῡσκος</i>, στον Ιω. Λυδό)<br />η μαντευτική που γίνεται με την [[παρατήρηση]] και [[μελέτη]] τών εντοσθίων τών θυμάτων, η [[ιεροσκοπία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ,= A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.
Greek Monolingual
θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.