κυνοβλώψ: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynovlops | |Transliteration C=kynovlops | ||
|Beta Code=kunoblw/y | |Beta Code=kunoblw/y | ||
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a dog's look]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ῶπος, ὁ, ἡ, A with a dog's look, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα-βλώψ, υπο-βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκ-ώψ].