κυνοβλώψ: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kynovlops
|Transliteration C=kynovlops
|Beta Code=kunoblw/y
|Beta Code=kunoblw/y
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a dog's look]], Hsch.</span>
|Definition=ῶπος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with a dog's look]], Hsch.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:20, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοβλώψ Medium diacritics: κυνοβλώψ Low diacritics: κυνοβλώψ Capitals: ΚΥΝΟΒΛΩΨ
Transliteration A: kynoblṓps Transliteration B: kynoblōps Transliteration C: kynovlops Beta Code: kunoblw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, A with a dog's look, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοβλώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ἔχων τὸ βλέμμα κυνός, «κυνοβλῶπες· κύνειον ὁρῶντες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κυνοβλώψ, -ῶπος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που κοιτάζει με κυνική αναίδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -βλώψ (< βλέπω, εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), πρβλ. παρα-βλώψ, υπο-βλώψ. Τα σύνθ. αυτά μπορεί να σχηματίστηκαν και αναλογικά με τα σύνθ. σε -ωψ < ὤψ, ὠπός «μάτι», πρβλ. γλαυκ-ώψ].