λατρευτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=latreftos | |Transliteration C=latreftos | ||
|Beta Code=latreuto/s | |Beta Code=latreuto/s | ||
|Definition=ή, όν, = foreg., <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, = foreg., <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἔργον <span class="bibl">LXX <span class="title">Ex.</span> 12.16</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:40, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., A ἔργον LXX Ex. 12.16.
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτός: -ή, -όν, δουλικός, ἔργον Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) λατρεύω
1. αυτός που τον αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)
2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾱν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)
λατρευτικά.