μέρεια: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mereia | |Transliteration C=mereia | ||
|Beta Code=me/reia | |Beta Code=me/reia | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[μερίς]], <span class="title">Tab.Heracl.</span>1.18,85: glossed by <b class="b3">φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι<ακ>άδων συνεστός</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:20, 30 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A = μερίς, Tab.Heracl.1.18,85: glossed by φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι<ακ>άδων συνεστός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μέρεια: ἡ, = μερίς, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 18, 85· - καθ’ Ἡσυχ.: «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τριακάδων συνεστώς».
Greek Monolingual
μέρεια, ἡ (Α)
1. μερίδα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατ' απόσπαση από συνθ. σε -μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)].