σημόθετος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simothetos | |Transliteration C=simothetos | ||
|Beta Code=shmo/qetos | |Beta Code=shmo/qetos | ||
|Definition=ον, poet. σᾱμο-, <span class="sense"> | |Definition=ον, poet. σᾱμο-, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[placed as a mark]], AP6.295 (Phan.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, poet. σᾱμο-, A placed as a mark, AP6.295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.
Greek Monotonic
σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σημόθετος: дор. σᾱμόθετος 2 (раз)меченный (λεία Anth.).
Middle Liddell
σημό-θετος, ον,
having a mark set or affixed, Anth.