σημαντέος: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simanteos | |Transliteration C=simanteos | ||
|Beta Code=shmante/os | |Beta Code=shmante/os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be noted]], τόποι <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημαντέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει νὰ σημανθῆ, νὰ σημειωθῇ, τόποι Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. 2) σημαντέον, πρέπει τις νὰ σημάνῃ, νὰ δηλώσῃ, νὰ ἀποδείξῃ. Ἀμμών. | |lstext='''σημαντέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει νὰ σημανθῆ, νὰ σημειωθῇ, τόποι Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. 2) σημαντέον, πρέπει τις νὰ σημάνῃ, νὰ δηλώσῃ, νὰ ἀποδείξῃ. Ἀμμών. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 31 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A to be noted, τόποι Aret.SA2.2.
Greek (Liddell-Scott)
σημαντέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθετ., πρέπει νὰ σημανθῆ, νὰ σημειωθῇ, τόποι Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2. 2) σημαντέον, πρέπει τις νὰ σημάνῃ, νὰ δηλώσῃ, νὰ ἀποδείξῃ. Ἀμμών.