ὄλολοι: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ololoi | |Transliteration C=ololoi | ||
|Beta Code=o)/loloi | |Beta Code=o)/loloi | ||
|Definition=οἱ, <span class="sense"> | |Definition=οἱ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[δεισιδαίμονες]], <span class="bibl">Theopomp.Com.61</span>, <span class="bibl">Men.112</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄλολοι''': οἱ, = δεισιδαίμονες, «ὀλόλους: τοὺς δεισιδαίμονας ἐκάλουν οἰωνιζόμενοι· Μένανδρος Δεισιδαίμονι· Θεόπομπος Τισαμενῷ καὶ ἄλλοι» Φώτ. | |lstext='''ὄλολοι''': οἱ, = δεισιδαίμονες, «ὀλόλους: τοὺς δεισιδαίμονας ἐκάλουν οἰωνιζόμενοι· Μένανδρος Δεισιδαίμονι· Θεόπομπος Τισαμενῷ καὶ ἄλλοι» Φώτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 1 January 2021
English (LSJ)
οἱ, A = δεισιδαίμονες, Theopomp.Com.61, Men.112.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολοι: οἱ, = δεισιδαίμονες, «ὀλόλους: τοὺς δεισιδαίμονας ἐκάλουν οἰωνιζόμενοι· Μένανδρος Δεισιδαίμονι· Θεόπομπος Τισαμενῷ καὶ ἄλλοι» Φώτ.