ποταμείβομαι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(4) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ποταμείβομαι | |||
|Medium diacritics=ποταμείβομαι | |||
|Low diacritics=ποταμείβομαι | |||
|Capitals=ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ | |||
|Transliteration A=potameíbomai | |||
|Transliteration B=potameibomai | |||
|Transliteration C=potameivomai | |||
|Beta Code=potamei/bomai | |||
|Definition=Doric for [[προσαμείβομαι]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr. | |lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr. |
Revision as of 10:43, 31 January 2021
English (LSJ)
Doric for προσαμείβομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.