λειμωνάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
(22)
 
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λειμωνάριον
|Medium diacritics=λειμωνάριον
|Low diacritics=λειμωνάριον
|Capitals=ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ
|Transliteration A=leimōnárion
|Transliteration B=leimōnarion
|Transliteration C=leimonarion
|Beta Code=leimwna/rion
|Definition=τό, dim. of [[λειμών]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM λειμωνάριον) [[λειμών]]<br /><b>1.</b> μικρό [[λιβάδι]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).
|mltxt=το (AM λειμωνάριον) [[λειμών]]<br /><b>1.</b> μικρό [[λιβάδι]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνάριον Medium diacritics: λειμωνάριον Low diacritics: λειμωνάριον Capitals: ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: leimōnárion Transliteration B: leimōnarion Transliteration C: leimonarion Beta Code: leimwna/rion

English (LSJ)

τό, dim. of λειμών.

Greek Monolingual

το (AM λειμωνάριον) λειμών
1. μικρό λιβάδι
2. βιβλίο μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).