λειμωνάριον

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμωνάριον Medium diacritics: λειμωνάριον Low diacritics: λειμωνάριον Capitals: ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: leimōnárion Transliteration B: leimōnarion Transliteration C: leimonarion Beta Code: leimwna/rion

English (LSJ)

τό, dim. of λειμών.

Greek Monolingual

το (AM λειμωνάριον) λειμών
1. μικρό λιβάδι
2. βιβλίο μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).