κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Full diacritics: λειμωνάριον | Medium diacritics: λειμωνάριον | Low diacritics: λειμωνάριον | Capitals: ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ |
Transliteration A: leimōnárion | Transliteration B: leimōnarion | Transliteration C: leimonarion | Beta Code: leimwna/rion |
τό, dim. of λειμών.
το (AM λειμωνάριον) λειμών
1. μικρό λιβάδι
2. βιβλίο μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).