ἀγάμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάμητος''': -ον, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ [[Πολυδ]]. Γ.47:-[[τύπος]] ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.
|lstext='''ἀγάμητος''': -ον, σπανιώτερος [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-[[τύπος]] ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 17:05, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγάμητος Medium diacritics: ἀγάμητος Low diacritics: αγάμητος Capitals: ΑΓΑΜΗΤΟΣ
Transliteration A: agámētos Transliteration B: agamētos Transliteration C: agamitos Beta Code: a)ga/mhtos

English (LSJ)

v. ἀγάμετος.

German (Pape)

[Seite 8] ὁ, ἡ, Soph. frg. bei B. A. 336, und Komiker nach Poll. 3, 47, = ἄγαμος, unverheirathet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάμητος: -ον, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ ἄγᾰμος, Κωμικὸς παρὰ Πολυδ. Γ.47:-τύπος ἀγάμετος ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σοφοκλ. (Ἀποσπ. 798) ἐν τοῖς Α.Β. ὅρα Λοβ. Φρύν. 514.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
no casado, Com.Adesp.770.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάμητος: Soph. = ἄγαμος.