ἀντέρεισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antereisma
|Transliteration C=antereisma
|Beta Code=a)nte/reisma
|Beta Code=a)nte/reisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prop]], Hsch. s.v. [[στῆλαι]].</span>
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prop]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[στῆλαι]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:00, 1 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισμα Medium diacritics: ἀντέρεισμα Low diacritics: αντέρεισμα Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΜΑ
Transliteration A: antéreisma Transliteration B: antereisma Transliteration C: antereisma Beta Code: a)nte/reisma

English (LSJ)

ατος, τό, A prop, Hsch. s.v. στῆλαι.

German (Pape)

[Seite 247] τό, das Entgegengestämmte, Strebepfeiler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισμα: τό, ἀντηρίς, στήριγμα, «οἱ λίθοι τοῦ τείχους οἱ προεστῶτες κάτωθεν πρὸς ἀντέρεισμα» Ἡσύχ. ἐν λ. στῆλαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό apoyo Basil.M.29.21C, cf. Hsch.s.u. στῆλαι.

Greek Monolingual

το (Μ αντέρεισμα) αντερείδω
στήριγμα, αντηρίδα ξύλινη ή χτιστή
νεοελλ.
στρατ.. δευτερεύουσα κορυφογραμμή πού μοιάζει να στηρίζει το βουνό.