πρωτομηνία: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(35) |
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protominia | |Transliteration C=protominia | ||
|Beta Code=prwtomhni/a | |Beta Code=prwtomhni/a | ||
|Definition=only in Dor. form πρᾱτομηνία (q.v.). | |Definition=only in Dor. form πρᾱτομηνία ([[quod vide|q.v.]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[πρωτομηνία]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πρατομηνία]] Α<br />η πρώτη [[μέρα]] [[κάθε]] [[μήνα]], [[αρχιμηνιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέρα]] που ως [[αρχή]] [[νέας]] [[χρονικής]] περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, [[κατά]] την [[παράδοση]], μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μηνός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>)]. | |mltxt=η / [[πρωτομηνία]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[πρατομηνία]] Α<br />η πρώτη [[μέρα]] [[κάθε]] [[μήνα]], [[αρχιμηνιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[μέρα]] που ως [[αρχή]] [[νέας]] [[χρονικής]] περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, [[κατά]] την [[παράδοση]], μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μηνία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>μηνός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μήν</i>, <i>μηνός</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:29, 5 February 2021
English (LSJ)
only in Dor. form πρᾱτομηνία (q.v.).
Greek Monolingual
η / πρωτομηνία, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρατομηνία Α
η πρώτη μέρα κάθε μήνα, αρχιμηνιά
μσν.
μέρα που ως αρχή νέας χρονικής περιόδου περιβάλλεται από ορισμένες συνήθειες που, κατά την παράδοση, μπορούν να επηρεάσουν την αίσια έκβασή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μηνία (< -μηνός < μήν, μηνός)].