κραδιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> | |mltxt=<b>(I)</b><br />κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) [[κραδία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καρδιά]] («κραδιαῑόν τι [[λόχευμα]]», <b>Συνέσ.</b>).<br /><b>(II)</b><br />κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) [[κράδη]]<br />κατασκευασμένος από [[ξύλο]] συκιάς. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
α, ον, A of or belonging to the heart: metaph., κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6. II made of fig-shoots, λίκνον Orph.Fr.199 (codd. Procl.); sed leg. το<ν> κ. Διόνυσον.
Greek (Liddell-Scott)
κραδιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν καρδίαν, Συνεσ. Ὕμν. 2. 29.
Greek Monolingual
(I)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κραδία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.).
(II)
κραδιαῖος, -αία, -ον (Α) κράδη
κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς.