πειθαρχώ: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(31)
 
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῑς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
|mltxt=πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ [[πείθαρχος]]<br />[[υπακούω]] στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, [[είμαι]] [[ευπειθής]], [[τηρώ]] την [[πειθαρχία]] (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν [[σιγά]] [[σιγά]] να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... [[ἄπληκτος]] [[ὥσπερ]] [[ἵππος]]», Εύπολ.)<br />(για πλοία) [[είμαι]] ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», <b>Κρατίν.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:10, 25 March 2021

Greek Monolingual

πειθαρχῶ, -έω, ΝΑ πείθαρχος
υπακούω στις αρχές, στους νόμους και στους κανόνες, είμαι ευπειθής, τηρώ την πειθαρχία (α. «οι στρατιώτες συνηθίζουν σιγά σιγά να πειθαρχούν» β. «πειθαρχεῑ... ἄπληκτος ὥσπερ ἵππος», Εύπολ.)
(για πλοία) είμαι ευκολοκυβέρνητος («πειθαρχῶ τοῖς πηδαλίοις», Κρατίν.).