υπακοή: Difference between revisions
From LSJ
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
(43) |
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς | |mltxt=η / [[ὑπακοή]], ΝΜΑ [[υπακούω]]<br /><b>1.</b> το να υπακούει [[κανείς]], [[ευπείθεια]] (α. «[[υπακοή]] στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο [[τέλος]] της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. [[υπακοή]] κανόνος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> η [[συμμόρφωση]] [[προς]] τους κανόνες και τις επιταγές<br /><b>2.</b> (κοινων.-ψυχολ.) η [[μεταβολή]] μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως [[απόκριση]] στην [[πίεση]] που πηγάζει από μια [[μορφή]] εξουσίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επωδός]] ή [[χορός]]<br /><b>2.</b> [[απάντηση]] σε [[προσευχή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 25 March 2021
Greek Monolingual
η / ὑπακοή, ΝΜΑ υπακούω
1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ)
2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος της τρίτης ωδής του κανόνος, αλλ. υπακοή κανόνος
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) η συμμόρφωση προς τους κανόνες και τις επιταγές
2. (κοινων.-ψυχολ.) η μεταβολή μιας πεποίθησης ή ενός τρόπου συμπεριφοράς ως απόκριση στην πίεση που πηγάζει από μια μορφή εξουσίας
αρχ.
1. επωδός ή χορός
2. απάντηση σε προσευχή.