ανακεφαλαιωτικός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(3) |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακεφαλαιωτικός]], -ή, -όν) [[ | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀνακεφαλαιωτικός]], -ή, -όν) [[ἀνακεφαλαιοῦμαι]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανακεφαλαίωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀνακεφαλαιωτικῶς</i><br />περιληπτικά<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[κατάλληλος]] για [[ανακεφαλαίωση]], για [[περίληψη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνακεφαλαιωτικός, -ή, -όν) ἀνακεφαλαιοῦμαι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανακεφαλαίωση
μσν.
επίρρ. ἀνακεφαλαιωτικῶς
περιληπτικά
αρχ.
ο κατάλληλος για ανακεφαλαίωση, για περίληψη.