δεινολογώ: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
(8)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=([[μέσο]]) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῡμαι)<br />Ι. [[δεινολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιγράφω]] [[κάτι]] δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο<br />II. <i>δεινολογιέμαι</i> (AM δεινολογοῡμαι)<br />μιλάω [[συνεχώς]] για τα [[δεινά]] μου, [[μεμψιμοιρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογούμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]].
|mltxt=([[μέσο]]) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)<br />Ι. [[δεινολογώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιγράφω]] [[κάτι]] δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο<br />II. <i>δεινολογιέμαι</i> (AM δεινολογοῦμαι)<br />μιλάω [[συνεχώς]] για τα [[δεινά]] μου, [[μεμψιμοιρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δεινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λογούμαι]] <span style="color: red;"><</span> [[λόγος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

(μέσο) δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
Ι. δεινολογώ
νεοελλ.
περιγράφω κάτι δυσάρεστο με υπερβολικό τρόπο
II. δεινολογιέμαι (AM δεινολογοῦμαι)
μιλάω συνεχώς για τα δεινά μου, μεμψιμοιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λογούμαι < λόγος.