αποναρκώνω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῡμαι, -όομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναρκώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.
|mltxt=(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῦμαι, -όομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναρκώνω]] κάποιον<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[είμαι]] εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.
}}
}}

Latest revision as of 16:34, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῦμαι, -όομαι)
νεοελλ.
ναρκώνω κάποιον
αρχ.-μσν.
είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.