υποδουλώνω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(43)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ [[ὑπόδουλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον υπόδουλο, [[υπάγω]] κάποιον υπό την [[κυριαρχία]] μου ή την [[κυριαρχία]] άλλου, [[στερώ]] την [[ελευθερία]] και την [[ανεξαρτησία]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τον έχει υποδουλώσει το [[πάθος]] του για τις γυναίκες»)<br /><b>μσν.</b><br />(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) <i>ὑποδουλοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[υποτάσσω]] («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας [[βασιλέα]]», Μιχ. Ακομ.).
|mltxt=ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ [[ὑπόδουλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον υπόδουλο, [[υπάγω]] κάποιον υπό την [[κυριαρχία]] μου ή την [[κυριαρχία]] άλλου, [[στερώ]] την [[ελευθερία]] και την [[ανεξαρτησία]] κάποιου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τον έχει υποδουλώσει το [[πάθος]] του για τις γυναίκες»)<br /><b>μσν.</b><br />(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) <i>ὑποδουλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[υποτάσσω]] («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας [[βασιλέα]]», Μιχ. Ακομ.).
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὑποδουλῶ, -όω, ΝΜ ὑπόδουλος
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου
2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους τους φίλους του» β. «τον έχει υποδουλώσει το πάθος του για τις γυναίκες»)
μσν.
(μόνον μέσ. με σημ. ενεργ. μτβ.) ὑποδουλοῦμαι, -όομαι
υποτάσσω («τὸν ὑποδουλούμενον τοὺς Ἰσραηλίτας βασιλέα», Μιχ. Ακομ.).