υπάγω

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

ὑπάγω, ΝΜΑ άγω
μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)
2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται απευθείας στο υπουργείο»)
αρχ.
1. οδηγώ κάτι από κάτω («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) υποτάσσω, καθυποτάσσω («ἐς... Ἀκράγαντα... πεντεκαίδεκα ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», Θουκ.)
3. φέρνω τον υπόδικο στο δικαστήριο, ενάγω
4. οδηγώ κάποιον σιγά σιγά προς τα εμπρός («λαμβάνειν δὲ τοῦ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς κύνας ἐκ τῶν ἔργων ἄνωθεν», Ξεν.)
5. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ, αποπλανώ, κάνω κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο
6. παρασύρω («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ», Πλάτ.)
7. φέρνω κάποιον με το μέρος μου («Θηβαίους τὰ νῦν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῖς παραδούς», Δημοσθ.)
8. τραβώ κάποιον κρυφά, αποσύρω κρυφά («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
9. απέρχομαι σιγά σιγά, αποσύρομαι («ὑπάγω φρένα τέρψας», Θέογν.)
10. εκκενώνω, καθαρίζω
11. εντάσσω
12. λέγω κάτι ως απάντηση
13. υποβάλλω σε..., εκθέτω σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)
14. χαμηλώνω, ζαρώνω
15. μέσ. ὑπάγομαι
προβάλλω κάτι ως δέλεαρ για να οδηγήσω κάποιον σε άλλο μέρος
16. φρ. α) «ὑπάγω τινὰ ὑπό τι(να)» — καταγγέλλω ενώπιον κάποιου (Ηρόδ.)
β) «ὑπάγω τινὰ θανάτου» — κατηγορώ κάποιον για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ξεν.)
γ) «ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ηρόδ.)
δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — κοιλιά που έχει ευκοιλιότητα (Ιπποκρ.).