λιθώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176
(23)
 
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λιθῶ, -όω, Μ και [[λιθώνω]] και λιθιώνω) [[λίθος]]<br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[πέτρα]], [[απολιθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>λιθοῡται</i><br />γίνεται [[απολίθωση]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ λελιθωμένον</i><br />το λιθόστρωτο.
|mltxt=(AM λιθῶ, -όω, Μ και [[λιθώνω]] και λιθιώνω) [[λίθος]]<br />[[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε [[πέτρα]], [[απολιθώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απρόσ.) <i>λιθοῦται</i><br />γίνεται [[απολίθωση]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ λελιθωμένον</i><br />το λιθόστρωτο.
}}
}}

Latest revision as of 18:10, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) λίθος
μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω
αρχ.
1. (ως απρόσ.) λιθοῦται
γίνεται απολίθωση
2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον
το λιθόστρωτο.