πτερώ: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ [[πτερόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πτέρωσον]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] [[προς]] τους κωπηλάτες να φέρουν τα [[κουπιά]] σε οριζόντια [[θέση]] ακινησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] φτερά σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον φτερωτό (α. «[[ἔπειτα]] δ' [[ὅπως]] [[φρονίμως]] πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφ<br />β. «οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῡνται», Αριστοφ<br />β. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) [[υψώνω]] τα [[κουπιά]] [[έτοιμος]] να τα βυθίσω στο [[νερό]] (α. «αἱ δὲ [[νῆες]]... ἐπτερωκοῑαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», <b>Πολ.</b><br />β. «[[πίτυλος]] ἐπτερωμένος», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ [[πτερόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πτέρωσον]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] [[προς]] τους κωπηλάτες να φέρουν τα [[κουπιά]] σε οριζόντια [[θέση]] ακινησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] φτερά σε κάποιον, [[κάνω]] κάποιον φτερωτό (α. «[[ἔπειτα]] δ' [[ὅπως]] [[φρονίμως]] πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφ<br />β. «οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξεγείρω]], [[ξεσηκώνω]] (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῦνται», Αριστοφ<br />β. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πλοίο]]) [[υψώνω]] τα [[κουπιά]] [[έτοιμος]] να τα βυθίσω στο [[νερό]] (α. «αἱ δὲ [[νῆες]]... ἐπτερωκοῑαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», <b>Πολ.</b><br />β. «[[πίτυλος]] ἐπτερωμένος», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 18:10, 26 March 2021

Greek Monolingual

πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ πτερόν
νεοελλ.
φρ. «πτέρωσον»
ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας
μσν.-αρχ.
1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ' ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφ
β. «οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου», Πλάτ.)
2. εξεγείρω, ξεσηκώνω (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῦνται», Αριστοφ
β. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν», Λουκιαν.)
αρχ.
(για πλοίο) υψώνω τα κουπιά έτοιμος να τα βυθίσω στο νερό (α. «αἱ δὲ νῆες... ἐπτερωκοῑαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», Πολ.
β. «πίτυλος ἐπτερωμένος», Ευρ.).