Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομαλύνω: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - ">" to ">")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] > [[λεπτύνω]])].
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] > [[λεπτύνω]])].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῦντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].