πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος»)
2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών»)
3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω
4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (< ομαλός)].