εξομαλύνω

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

1. καθιστώ κάτι εντελώς ομαλό («εξομαλύνω το έδαφος»)
2. διευθετώ, τακτοποιώ («εξομαλύνονται οι σχέσεις τών δύο κρατών»)
3. (για κείμενο) αίρω τις δυσκολίες, ερμηνεύω
4. κάνω κάτι να συμφωνήσει με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομαλύνω (< ομαλός)].