επιρρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῑν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῑν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιρρέπω]] (Α) [[ρέπω]]<br /><b>1.</b> [[τείνω]], [[πλησιάζω]] [[κάτι]] («ἡμῑν δ’ αἰπὺς [[ὄλεθρος]] ἐπιρρέπῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιρρέπει</i><br />πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει<br /><b>3.</b> έχω έμφυτη [[κλίση]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] [[κλίση]] σε [[κάτι]], [[κάνω]] [[κάτι]] να γείρει<br /><b>5.</b> [[στέλνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]], [[κάνω]] [[κάτι]] να στραφεί [[εναντίον]] κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[κάτι]] («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐπιρρέπω (Α) ρέπω
1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.)
2. απρόσ. ἐπιρρέπει
πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει
3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι
4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει
5. στέλνω κάτι εναντίον, κάνω κάτι να στραφεί εναντίον κάποιου («οὒ τἂν δικαίως τῇδ’ ἐπιρρέποις πόλει μῆνίν τιν’... ἤ βλάβην στρατῷ», Αισχύλ.)
6. παρέχω σε κάποιον κάτι («Δίκα δὲ τοῖς μὲν παθοῡσιν μαθεῖν ἐπιρρέπει», Αισχύλ.).