ηδύοσμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(16) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἡδύοσμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη [[οσμή]], ο [[εύοσμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ <i>ἡδύοσμον ἡὁ [[ἡδύοσμος]]<br />το [[φυτό]] [[μίνθη]], κν. [[δυόσμος]] («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οσμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[οσμή]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δύσ</i>-<i>οσμος</i>, <i>εύ</i>-<i>οσμος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 27 March 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσ-οσμος, εύ-οσμος)].