νυκτελεῖν: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νυκτελεῖν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐν νυκτὶ τελεῑν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>νυκτιτελεῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτί</i>, <i>δοτ</i>. του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>, <span style="color: red;">+</span> <i>τελῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[νυκτέλιος]])].
|mltxt=νυκτελεῖν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐν νυκτὶ τελεῖν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει διορθωθεί σε <i>νυκτιτελεῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτί</i>, <i>δοτ</i>. του <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i>, <span style="color: red;">+</span> <i>τελῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[νυκτέλιος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτελεῖν Medium diacritics: νυκτελεῖν Low diacritics: νυκτελείν Capitals: ΝΥΚΤΕΛΕΙΝ
Transliteration A: nykteleîn Transliteration B: nyktelein Transliteration C: nyktelein Beta Code: nuktelei=n

English (LSJ)

ἐν νυκτὶ τελεῖν, Hsch.

Greek Monolingual

νυκτελεῖν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐν νυκτὶ τελεῖν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει διορθωθεί σε νυκτιτελεῖν < νυκτί, δοτ. του νύξ, νυκτός, + τελῶ (πρβλ. νυκτέλιος)].