νυκτέλιος
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
νυκτέλιον, (νύξ)
A nightly, epithet of Dionysus, from his nightly festivals, AP9.524.14, Plu.2.389a, Paus.1.40.6.
2 νυκτέλιον, τό, night-festival, Ἴσιδος POxy.525 (ii A.D.): in plural, νυκτέλια = festival of Dionysus Nyctelios (Νυκτέλιος), Plu.2.291a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
auquel on rend un culte nocturne (Dionysos) ; τὰ νυκτέλια fêtes nocturnes de Bacchos.
Étymologie: νύξ, τελέω.
German (Pape)
nächtlich, Beiname des Dionysos, wegen der nächtlichen Bacchusfeiern (vgl. νυκτελέω); Hymn. in Bacch. (IX.524.14); Nonn. D. 9.114; Paus. 1.40.5; – νυκτέλια, τά, nächtliche Feiern, Plut. qu.Rom. 112.
Russian (Dvoretsky)
νυκτέλιος: прославляемый в ночных празднествах (эпитет Вакха) Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέλιος: -ον, (νὺξ) νυκτερινός, ὄνομα τοῦ Διονύσου, ἐκ τῶν νυκτερινῶν αὐτοῦ ἑορτῶν, Ἀνθ. Π. 9. 524, 14, Πλούτ. 2. 389Α, Παυσ. 1. 40, 6· ― νυκτέλια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Νυκτελίου Διονύσου, ἥτις ἤγετο ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Πλούτ. 2. 291Α.
Greek Monolingual
νυκτέλιος, -ον (Α)
1. (ως προσωνυμία του θεού Διονύσου) νυκτερινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυκτέλια (ενν. ἱερά)
γιορτή που τελούσαν προς τιμή του θεού Διονύσου και η οποία ονομάστηκε έτσι, επειδή συνήθως γινόταν κατά τη διάρκεια της νύχτας
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυκτέλιον
νυκτερινή γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός με επίθημα σε -λ- πιθ. από απλολογία ενός αμάρτυρου νυκτιτέλιος (πρβλ. νυκτελεῖν) με κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
νυκτέλιος: -ον (νύξ), νυχτερινός, προσωνύμιο του Βάκχου από τις νυχτερινές γιορτές του, σε Ανθ.
Middle Liddell
νυκτέλιος, ον, [νύξ]
nightly, name of Bacchus, from his nightly festivals, Anth.