ζυγοστατώ: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ | |mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:38, 27 March 2021
Greek Monolingual
(AM ζυγοστατῶ, -έω) ζυγοστάτης
σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω
μσν.
1. κάνω κάτι να ισορροπήσει
2. ελέγχω, κρίνω
3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», Φώτ.)
αρχ.
1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής
2. παθ. ζυγοστατοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι
3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.