ζυγοστατώ: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]].
|mltxt=(AM ζυγοστατῶ, -έω) [[ζυγοστάτης]]<br />[[σταθμίζω]] με [[ζυγό]], [[ζυγίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να ισορροπήσει<br /><b>2.</b> [[ελέγχω]], [[κρίνω]]<br /><b>3.</b> [[βασανίζω]] στη [[σκέψη]] μου, [[σκέπτομαι]] [[βαθιά]] («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[ζυγοστάτης]], [[ζυγιστής]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυγοστατοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />βρίσκομαι σε [[ισορροπία]], ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) [[είμαι]] [[αμφίρροπος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:38, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ζυγοστατῶ, -έω) ζυγοστάτης
σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζω
μσν.
1. κάνω κάτι να ισορροπήσει
2. ελέγχω, κρίνω
3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῖν», Φώτ.)
αρχ.
1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής
2. παθ. ζυγοστατοῦμαι, -έομαι
βρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι
3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.