αμφίρροπος

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίρροπος, -ον)
1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη
2. αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -ροπος < ροπὴ < ρέπω
πρβλ. και αμφιρρεπής].