ενόν: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> όσα [[είναι]] [[δυνατά]] («κατιδὼν τὸ [[πλῆθος]] τῶν ἐνόντων εἰπεῑν», Ισοκρ.).
|mltxt=το (AM [[ἐνόν]])<br />(ουδ. μτχ. του ρήματος [[ένειμι]] που λαμβάνεται ως ουσ.)<br /><b>1.</b> δυνατόν («[[κατά]] το [[ενόν]]»)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα ενόντα</i><br />τα [[υπάρχοντα]], τα [[πρόχειρα]] εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται [[πρόχειρα]], από τα [[υπάρχοντα]])<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τὰ ἐνόντα</i><br /><b>1.</b> [[φορτίο]] ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> όσα [[είναι]] [[δυνατά]] («κατιδὼν τὸ [[πλῆθος]] τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.).
}}
}}

Revision as of 08:39, 27 March 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐνόν)
(ουδ. μτχ. του ρήματος ένειμι που λαμβάνεται ως ουσ.)
1. δυνατόν («κατά το ενόν»)
2. στον πληθ. τα ενόντα
τα υπάρχοντα, τα πρόχειρα εφόδια («εκ τών ενόντων» — απ' όσα βρίσκονται πρόχειρα, από τα υπάρχοντα)
αρχ.
τὰ ἐνόντα
1. φορτίο ή προμήθειες πλοίου («τῆς νεὼς ἄρχειν χρωμένους τοῖς ἐνοῡσι», Πλάτ.)
2. όσα είναι δυνατά («κατιδὼν τὸ πλῆθος τῶν ἐνόντων εἰπεῖν», Ισοκρ.).