συγκαταπίπτω: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν | |mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν | |mltxt=Α [[καταπίπτω]]<br />[[πέφτω]] [[μαζί]] με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το [[θάρρος]] μας [[καθώς]] χάνεται η [[ευτυχία]], Διον. Αλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 27 March 2021
English (LSJ)
A fall down along with, σ. ταῖς τύχαις let one's spirits fall with one's fortunes, D.H.Isoc.9; ταῖς διανοίαις become despondent too, Onos.13.2; fall together in battle, J.AJ7.7.1; in wrestling, Gal.Nat.Fac.3.3.
German (Pape)
[Seite 965] (s. πίπτω), mit herab-, herunterod. niederfallen, ταῖς τύχαις, mit dem sinkenden Glücke auch den Muth sinken lassen, D. Hal. iud. Isocr. 9.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, καταπίπτω ὁμοῦ μετά τινος, συγκαταπίπτω ταῖς τύχαις, μετὰ τῆς εὐτυχίας χάνω καὶ τὸ θάρρος μου, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 9.
Greek Monolingual
Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).
Greek Monolingual
Α καταπίπτω
πέφτω μαζί με κάποιον («παραινεῑ μὴ συγκαταπιπτειν ταῖς τύχαις» — μάς συμβουλεύει να μη χάνουμε το θάρρος μας καθώς χάνεται η ευτυχία, Διον. Αλ.).