τειχιστής: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.<br />β. «τοῑς | |mltxt=ὁ, Α [[τειχίζω]]<br />αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.<br />β. «τοῑς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 27 March 2021
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A builder, mason, wall builder, builder of walls, builder of fortifications, murarius, faber murarius, LXX 4 Ki.12.12(13); τῆς Τροίας Lib.Thes.2.2.
German (Pape)
[Seite 1081] ὁ, der Mauern bau't, Befestigungswerke aufführt, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
τειχιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κτίζων τείχη, τειχοδόμος, τειχοποιός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
ὁ, Α τειχίζω
αυτός που χτίζει τείχη (α. «τειχιστὴς τῆς Τροίας», Λιβάν.
β. «τοῑς τειχισταῖς καὶ τοῖς λατόμοις τῶν λίθων», ΠΔ).