ωμοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(47c)
 
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς [[μέγας]] ὠμοκρατὴς [[Αἴας]] θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] ή [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>κρατής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο [[ωμός]] και [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση [[δύναμη]] («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς [[μέγας]] ὠμοκρατὴς [[Αἴας]] θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὦμος]] ή [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>κρατής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 27 March 2021

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].