κιθαρωδώ: Difference between revisions

From LSJ

ὅπουλεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν → if a lionskin doesn't do the trick, put on the fox | if force doesn't work, try cunning | where the lion's skin will not reach, it must be patched out with the fox's

Source
(20)
 
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ κιθαρῳδῶ, -έω) [[κιθαρῳδός]] [[παίζω]] [[κιθάρα]] και [[τραγουδώ]] συγχρόνως, [[είμαι]] [[κιθαρωδός]] («Ζήνωνα εἰς [[θέατρον]] ἀνιόντα κιθαρῳδοῡντος Ἀμοιβέως», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=(ΑΜ κιθαρῳδῶ, -έω) [[κιθαρῳδός]] [[παίζω]] [[κιθάρα]] και [[τραγουδώ]] συγχρόνως, [[είμαι]] [[κιθαρωδός]] («Ζήνωνα εἰς [[θέατρον]] ἀνιόντα κιθαρῳδοῦν
τος Ἀμοιβέως», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ κιθαρῳδῶ, -έω) κιθαρῳδός παίζω κιθάρα και τραγουδώ συγχρόνως, είμαι κιθαρωδός («Ζήνωνα εἰς θέατρον ἀνιόντα κιθαρῳδοῦν τος Ἀμοιβέως», Πλούτ.).