κοσμοποιία: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
m (Text replacement - "οῦνκ" to "οῦν κ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) [[κοσμοποιός]]<br />η [[δημιουργία]] του κόσμου («Ἀναξαγόρας... | |mltxt=κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) [[κοσμοποιός]]<br />η [[δημιουργία]] του κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῦν καὶ θεὸν [[πρῶτος]] ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κόσμηση]], [[στολισμός]]<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] συγγράμματος του Εμπεδοκλέους. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 27 March 2021
English (LSJ)
ἡ, A creation, Arist.Metaph.985a19, Stoic.2.191, Str. 15.1.59, Ph.1.1, Dam.Pr.270, etc. 2 title of a work by Empedocles, Arist.Ph.196a22; applied to the opening chapters of Genesis, Ph. l.c. II = κόσμησις, CPHerm.p.79 W.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμοποιία: ἡ δημιουργία, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 5· ― ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Ἐμπεδοκλέους, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 2. 4, 5· πρβλ. κοσμογονία.
Spanish
Greek Monolingual
κοσμοποιΐα, ἡ (ΑM) κοσμοποιός
η δημιουργία του κόσμου («Ἀναξαγόρας... νοῦν καὶ θεὸν πρῶτος ἐπαγαγόμενος τῇ κοσμοποιΐα», Θεμίστ.)
αρχ.
1. κόσμηση, στολισμός
2. τίτλος συγγράμματος του Εμπεδοκλέους.