Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξειλώ: Difference between revisions

From LSJ
Menander, fragment 761
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
m (Text replacement - "οῦν[" to "οῦν [")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῦν[τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῦμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῦν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῦμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
}}
}}

Revision as of 15:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῦν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῦμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.