εναριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "εῑσθαι" to "εῖσθαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], [[λογαριάζω]]<br /><b>3.</b> [[θεωρώ]] σπουδαίο, [[λογαριάζω]].
|mltxt=(Α ἐναριθμῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[συγκαταριθμώ]], [[συγκαταλέγω]], [[συμπεριλαμβάνω]], [[υπολογίζω]] («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]], [[λογαριάζω]]<br /><b>3.</b> [[θεωρώ]] σπουδαίο, [[λογαριάζω]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 28 March 2021

Greek Monolingual

(Α ἐναριθμῶ, -έω)
1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.)
2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω
3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω.