κεχηναίος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(20) |
m (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηνώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) <i> | |mltxt=-α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηνώς]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) <i>Κεχηναῖοι</i> (κωμικό [[λογοπαίγνιο]] του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χασμουριέμαι]], [[χάσκω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ον (Α Κεχηναῑος, -α, -ο ν)
νεοελλ.
αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς
αρχ.
(ο πληθ. του αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῖοι (κωμικό λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χασμουριέμαι, χάσκω»].