εξαμβλώνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐξαμβλῶ, -έω) [[αμβλώ]]<br />[[προκαλώ]] [[άμβλωση]], πρόωρη [[αποβολή]] του εμβρύου<br />(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[χαλώ]] («[[ποία]] σώματος [[ἰσχύς]] οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ματαιώνομαι<br />(ἵνα μὴ | |mltxt=(AM ἐξαμβλῶ, -έω) [[αμβλώ]]<br />[[προκαλώ]] [[άμβλωση]], πρόωρη [[αποβολή]] του εμβρύου<br />(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφθείρω]], [[χαλώ]] («[[ποία]] σώματος [[ἰσχύς]] οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> ματαιώνομαι<br />(ἵνα μὴ αὐτοῖς ἐξαμβλώσῃ ἡ [[σπουδή]]», Αιλ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 28 March 2021
Greek Monolingual
(AM ἐξαμβλῶ, -έω) αμβλώ
προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή του εμβρύου
(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.)
2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», Πλούτ.)
3. ματαιώνομαι
(ἵνα μὴ αὐτοῖς ἐξαμβλώσῃ ἡ σπουδή», Αιλ.).