συναποκλείω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις | |mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις | |mltxt=ΜΑ<br />[[αποκλείω]] εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 28 March 2021
English (LSJ)
A shut up altogether, LXX 1 Ki.1.5,6 cod. A.
German (Pape)
[Seite 1002] mit verschließen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναποκλείω: ἀποκλείω ὁλοσχερῶς, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 6 κατὰ τὸν Ἀλεξ. Κώδ.).
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).
Greek Monolingual
ΜΑ
αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῖς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.).