εικαίος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(10)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εἰκαῑος, -α, -ον (Α) [[εικῄ]]<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[κοινός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απερίσκεπτος]], [[ορμητικός]]<br /><b>4.</b> [[ασήμαντος]].
|mltxt=εἰκαῖος, -α, -ον (Α) [[εικῄ]]<br /><b>1.</b> [[μάταιος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[κοινός]], [[τυχαίος]]<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[απερίσκεπτος]], [[ορμητικός]]<br /><b>4.</b> [[ασήμαντος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 28 March 2021

Greek Monolingual

εἰκαῖος, -α, -ον (Α) εικῄ
1. μάταιος, άσκοπος
2. (για πράγμ.) κοινός, τυχαίος
3. (για πρόσ.) απερίσκεπτος, ορμητικός
4. ασήμαντος.