μυλαίος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(26)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μυλαῑος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με μύλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλαῑον</i><br />ο [[μύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῑος</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>πυργ</i>-<i>αίος</i>)].
|mltxt=μυλαῖος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με μύλο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυλαῑον</i><br />ο [[μύλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>πυργ</i>-<i>αίος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:59, 28 March 2021

Greek Monolingual

μυλαῖος, -ον (Α)
1. αυτός που ασχολείται με μύλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλαῑον
ο μύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -αῖος
(πρβλ. πυργ-αίος)].