σκυμνίον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
(4)
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σκύμνος]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[σκύμνος]] («αἱ δ' ἄρκτοι [[ὅταν]] φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῡσι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=τὸ, Α [[σκύμνος]]<br /><b>υποκορ.</b> [[μικρός]] [[σκύμνος]] («αἱ δ' ἄρκτοι [[ὅταν]] φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῦσι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκυμνίον:''' τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).
|elrutext='''σκυμνίον:''' τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:05, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυμνίον Medium diacritics: σκυμνίον Low diacritics: σκυμνίον Capitals: ΣΚΥΜΝΙΟΝ
Transliteration A: skymníon Transliteration B: skymnion Transliteration C: skymnion Beta Code: skumni/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου, Arist.HA608b25, 611b32.

German (Pape)

[Seite 908] τό, dim. von σκύμνος, Arist. H. A. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σκυμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκύμνος, σκ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9., 9. 6, 1· - σκυμνίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκύμνος
υποκορ. μικρός σκύμνος («αἱ δ' ἄρκτοι ὅταν φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῦσι», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

σκυμνίον: τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).