θαιραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=θαιραῖος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῑα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>Πολυδ.</b>).
|mltxt=θαιραῖος, -αία, -ον (Α) [[θαρός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῖα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για [[κατασκευή]] αξόνων, <b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 14:10, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαιραῖος Medium diacritics: θαιραῖος Low diacritics: θαιραίος Capitals: ΘΑΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: thairaîos Transliteration B: thairaios Transliteration C: thairaios Beta Code: qairai=os

English (LSJ)

α, ον, A for axles, ξύλα Poll.1.253.

German (Pape)

[Seite 1181] s. θαιρός.

Greek Monolingual

θαιραῖος, -αία, -ον (Α) θαρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θαιρό, σε άξονα τροχού («θαιραῖα ξύλα» — ξύλα τα οποία χρησιμοποιούνταν για κατασκευή αξόνων, Πολυδ.).