συστάδα: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(40)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συστάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[ξυστάς]] Α<br />[[ομάδα]] από αντικείμενα, [[ιδίως]] δένδρα ή θάμνους, που στέκονται [[κοντά]] το ένα με το [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών δένδρων που φύονται σε μια δασική [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ [[ἀμπελόφυτος]] γῆ, εἰ μὴ κατὰ στοῑχον εἴη πεφυτευμένη, στοιχὰς δὲ ἡ κατὰ στοῑχον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συστάδες [[ἀμπέλων]]» — αμπέλια φυτεμένα το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]<br />β) «συστάδες θαλάσσης» και «συστάδες ὀμβρίων ὑδάτων» — ο [[τόπος]] όπου μαζεύεται [[νερό]] (<b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συστα</i>- του [[συνίσταμαι]] (<b>πρβλ.</b> παθ. μέλλ. <i>συστα</i>-<i>θήσομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>παραστ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=η / [[συστάς]], -[[άδος]], ΝΜΑ, και [[ξυστάς]] Α<br />[[ομάδα]] από αντικείμενα, [[ιδίως]] δένδρα ή θάμνους, που στέκονται [[κοντά]] το ένα με το [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών δένδρων που φύονται σε μια δασική [[έκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ [[ἀμπελόφυτος]] γῆ, εἰ μὴ κατὰ στοῑχον εἴη πεφυτευμένη, στοιχὰς δὲ ἡ κατὰ στοῑχον»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «συστάδες [[ἀμπέλων]]» — αμπέλια φυτεμένα το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]<br />β) «συστάδες θαλάσσης» και «συστάδες ὀμβρίων ὑδάτων» — ο [[τόπος]] όπου μαζεύεται [[νερό]] (<b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συστα</i>- του [[συνίσταμαι]] (<b>πρβλ.</b> παθ. μέλλ. <i>συστα</i>-<i>θήσομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]<br />(<b>πρβλ.</b> <i>παραστ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

η / συστάς, -άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α
ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο
νεοελλ.
το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση
αρχ.
1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος γῆ, εἰ μὴ κατὰ στοῑχον εἴη πεφυτευμένη, στοιχὰς δὲ ἡ κατὰ στοῑχον»
2. φρ. α) «συστάδες ἀμπέλων» — αμπέλια φυτεμένα το ένα κοντά στο άλλο
β) «συστάδες θαλάσσης» και «συστάδες ὀμβρίων ὑδάτων» — ο τόπος όπου μαζεύεται νερό (Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα- του συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα-θήσομαι) + κατάλ. -άς, -άδος
(πρβλ. παραστ-άς)].