ἐπισφύρια: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ύ˘" to "ῠ́") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=ἐπισφῠ́ρια, τά, [[σφυρόν]]<br /><b class="num">I.</b> bands, clasps or hooks, [[which]] fastened the [[greaves]] (κνημῖδεσ) [[over]] the [[ankle]], Il.<br /><b class="num">II.</b> the [[ankle]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 29 March 2021
English (LSJ)
[ῠ], τά, A leg-guards; in Hom., always of silver, Il.3. 331, al. 2 the part above the ankle-joint, ankle, AP6.206.8(Antip. Sid.), Opp.C.4.438 ; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφύρια: ῠ, τά, αἱ πόρπαι δι᾿ ὧν συνήπτοντο πρὸς ἄλληλα κατὰ τὰ σφυρὰ τὰ δύο μέρη τὰ ἀποτελοῦντα τὰς περικνημῖδας, παρ᾿ Ὁμ. ἀείποτε ἀργυρᾶ ταῦτα, κνημῖδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας, «τοῖς τῶν σφυρῶν καλύμμασιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 331, Λ. 18, κτλ. 2) τὸ ἄνω μέρος τῆς κατὰ τὰ σφυρὰ ἀρθρώσεως, τὰ σφυρά, Ἀνθ. Π. 6. 206, Ὀππ. Κ. 4. 434. ‒ Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monotonic
ἐπισφύρια: [ῠ], τά (σφυρόν)·
I. πόρπες ή αγκράφες, με τις οποίες έδεναν τις περικνημίδες (κνημῖδες) πάνω από τον αστράγαλο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αστράγαλος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισφύρια: (ῠ) τά
1) эписфирии (кольца или пряжки, скреплявшие кнемиды поверх щиколотки) (κνημῖδες ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυῖαι Hom.);
2) лодыжки Anth.
Middle Liddell
ἐπισφῠ́ρια, τά, σφυρόν
I. bands, clasps or hooks, which fastened the greaves (κνημῖδεσ) over the ankle, Il.
II. the ankle, Anth.